- λίποθριξ
- λῐπο-θριξ, τριχος, ὁ, ἡ,A hairless, Ael.NA17.4, Nonn.D.11.510.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόθριξ — ο, η (Α λιπόθριξ, τριχος) αυτός που δεν έχει τρίχες, άτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θρίξ] … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek